- ακτινομύκητας
- ο(ιατρ.), μικρόβιο που προκαλεί δερματοπάθειες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ακτινομύκητας — ο Μικρβλ. γένος, ομώνυμη τάξη (Actinomycetales) και ομώνυμη οικογένεια (Actinomycetaceae) Βακτηρίων που μοιάζουν με Μύκητες. Η τάξη Actinomycetales περιλαμβάνει σύνολο μικροοργανισμών από τους οποίους πολλές μορφές έχουν διακλαδισμένη, νηματοειδή … Dictionary of Greek
ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… … Dictionary of Greek
ακτινομυκητίαση — Λοίμωξη των πνευμόνων. Προκαλείται από ένα βακτηρίδιο το οποίο σχηματίζει αποικίες που μοιάζουν με εκείνες των μυκήτων. * * * ή ακτινομύκωση, η Ιατρ. χρόνιο, συνήθως, λοιμώδες νόσημα, προκαλούμενο από ένα είδος ακτινομύκητα (Αctinomyces israelii) … Dictionary of Greek
ακτινομύκητες — (actinomycetes). Μύκητες χρήσιμοι για την παραγωγή αντιβιοτικών αλλά και παθογόνων βακτηρίων. Η ονομασία τους οφείλεται στο γεγονός ότι τα κύτταρα τους είναι νηματοειδή και διακλαδισμένα, ώστε μοιάζουν με υφές μυκήτων. Η διάμετρος των νημάτων… … Dictionary of Greek